Πάνος Κοκκινιάς

Ο Πάνος Κοκκινιάς γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται.

Στις σκηνοθετημένες φωτογραφίες του πραγματεύεται τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και με τον εαυτό́ του. Αναζητά τις εκφάνσεις του υπαρξιακού ερωτήματος μέσα στη σημερινή πραγματικότητα και το πώς αυτές μπορούν να καταγραφούν με φωτογραφικά μέσα. Επικεντρώνεται άλλοτε στη διάρρηξη της σχέσης του ανθρώπου με την καταγωγή του, τη φύση, κι άλλοτε στην αμηχανία του να κατανοήσει την προέλευση και την ταυτότητά του, μέσα στο ίδιο του το δημιούργημα, την πόλη.

Έχει εκθέσει τη δουλειά του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Παρίσι, Βρυξέλλες, Ρώμη, Μαδρίτη, Μόναχο, Κάσσελ, Νέα Υόρκη, Σιγκαπούρη, Πεκίνο, κ.α.). Η τελευταία του ατομική έκθεση Stock Images (2019) ήταν ανάθεση του οργανισμού ΝΕΟΝ για το Έργο στην Πόλη. Έργα του υπάρχουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των Η.Π.Α.

Η δουλειά του έχει δημοσιευθεί σε ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις, μεταξύ των οποίων οι μονογραφίες του Here We Are που εκδόθηκε στις Η.Π.Α. με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και Stock Images, έκδοση του Οργανισμού ΝΕΟΝ.

Σπούδασε φωτογραφία στο School of Visual Arts (BFA), στο Yale (MFA) και στο Derby School of Arts (PhD) με υποτροφίες του Yale School of Art, του Ιδρύματος Ωνάση και του Ι.K.Υ.

Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Φωτογραφίας στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.

Μαλβίνα Παναγιωτίδη

Τα γλυπτά της Μαλβίνας Παναγιωτίδη είναι ένα κράμα θραυσμάτων που σχετίζονται συνήθως με αποσιωπημένες τάσεις της δυτικής ιστορίας του τέλους του 19ου αιώνα όπως ο αποκρυφισμός, η παραψυχολογία και η μαγεία. Οι φόρμες αυτές λειτουργούν σαν υποσημειώσεις στην διαδικασία κατανόησης του κοινωνικού πλαισίου που λαμβάνουν χώρα, μέσα από μελέτη προσωπικών ιστοριών και καταγραφών που αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις του συλλογικού στο ατομικό. Η καλλιτέχνης αναζητά αφηγήσεις, που συνδέονται με την ελληνική ιστορία, και απομυζεί στοιχεία όπως κομμάτια ρούχων, εργαλεία ή και ανθρώπινα όργανα, ως έμμεσες καταγραφές από συνήθειες, έθιμα και εμμονές. Στα πιο πρόσφατά της έργα η Μαλβίνα Παναγιωτίδη ξεκινάει την παραγωγή της με βάση ήδη λιωμένα γλυπτά από κερί τα οποία επιμεταλλώνει παγώνοντας στον χρόνο την μορφή τους. Η αλχημιστική αυτή τεχνοτροπία παράγει κελύφη αυτής της διαδικασίας μετάλλαξης ή αλλοίωσης παραμένοντας σε μια ενδιάμεση αναστραμμένη κατάσταση. Όπως λέει και η ίδια “ο χρόνος στην περίπτωση του  έργου μεταλλάσσεται σαν γάντι που τραβιέται για να βγει μένοντας από την ανάποδη”.

Εύα Βασλαματζή

Λίζη Καλλιγά

Στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων

Στις μέρες της καραντίνας του Covid 19, η Λίζη Καλλιγά, αποσύρεται στο ασφαλές της καταφύγιο στις Σπέτσες. Ζει μια αργή κι επιθυμητή ζωή. Διαβάζει, κάνει μοναχικούς περιπάτους με τη Κοκό, φροντίζει το κήπο της και με τα λουλούδια του στολίζει τα βάζα του σπιτιού. Τα φωτογραφίζει. Στη σκοτεινότητα εκείνων των ημερών αναζητά το ελάχιστο φως που διαγράφει το ανάγλυφο των πραγμάτων, ίσως και μιαν αμυδρή ελπίδα εξόδου. Ονομάζει Dark αυτή τη σειρά των φωτογραφιών της, όπου τα πράγματα μόλις κι αχνοφαίνονται στο ελάχιστο της ύπαρξης τους κι υπομένουν το βάρος τους. Μια σκοτεινιασμένη ατμόσφαιρα, αυτή η ατμόσφαιρα του θανάτου, που ιχνηλατεί ένα οικείο περιβάλλον ζωής. Ένας αργός, σχεδόν ακίνητος χρόνος, που αποκαλύπτεται στη καθηλωτική στιγμή της αποσβολωτικής  του σαγήνης. Έχουν μια τρυφερή ανοικειότητα αυτές οι φωτογραφίες της Καλλιγά, ένα ήμερο πένθος, μια ταρκοφσκική αχλύ, που αποθέτει την υγρασία της.

Υπάρχει μια αλήθεια σ’ αυτές τις φωτογραφίες, μια αλήθεια που διέγνωσε κι ο Vilem Flusser και συνομίλησε με τις σκιές της Καλλιγά. Το βλέμμα συλλαμβάνει τον κόσμο όχι σε μία άπλετη φωτοχυσία, αλλά στις διακρίσεις της σκοτεινότητάς του. Είναι η σκοτεινότητα του βλέμματος που διακρίνει τα πράγματα κι αποδίδει τις αναπαραστάσεις τους. Αυτό που αναπαριστάται είναι κι αυτό που αποδόθηκε στις σκιές του, στο ημίφως της α-λήθειάς του. Η φωτογραφία αληθεύει το πράγμα σ’ αυτή τη μοναδική του απώλεια, στο συμβάν της απόσυρσής του, ο Lacan θα ’λεγε: της μετουσίωσής του. Είναι η νυχτερινή ώρα, όπως αυτή διασώθηκε στη ρομαντική δημιουργία, αυτό το λυκόφως του κόσμου. Αν κάτι συλλαμβάνουν αυτές οι φωτογραφίες, αν κάτι συλλαμβάνει, εν τέλει, η ίδια η φωτογραφία, είναι αυτός ο μακρινός απόηχος που μένει, το αποσυρόμενο ίχνος του κόσμου, ακόμη καλύτερα το ίχνος του αποσυρόμενου, το ίχνος της ίδιας της απόσυρσης.

Το έργο της Λίζης Καλλιγά, και σ’ όλα τα στάδια της εκδήλωσής του, είναι στιγμές εκλάμψεων. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η αλήθεια της Φωτογραφίας; Αλλά και τ’ άνθος είναι κι αυτό η στιγμή της ανθοφορίας του. Λίγες στιγμές μετά κι αυτό δεν υπάρχει. Μία εφήμερη ζωή στο εφήμερο φως που τη διαγράφει. Βρισκόμαστε σ’ αυτό που ο Bachelard θα ονομάσει «στιγμιαία μεταφυσική», μια προνομιακή, μοναδική στιγμή συνείδησης του κόσμου. Μια αποκαλυπτική, και γιατί όχι και αποκαλυψιακή στιγμή, όπου το υποκείμενο διανοίγεται στη διαθεσιμότητά του, στη στιγμή του θανάτου του, σε μια θεώρηση του κόσμου αδύνατη, αλλά ακτινοβόλα, σ’ αυτή τη δωρεά της εικόνας του, μια δωρεά που στερήθηκαν τα θύματα της πανδημίας σ’ αυτό το επτασφράγιστο ξόδι τους. Η στιγμή έχει μια εγρήγορση, αυτό το ανησυχαστικό βλέμμα του φωτογράφου, ένα βλέμμα που δεν καθεύδει ποτέ. Οι εικόνες αυτής της σειράς των φωτογραφιών της Καλλιγά είναι εικόνες μιας εκκωφαντικής σιωπής, γιατί είναι εικόνες μιας ποιητικής στιγμής. Ένα μετέωρο αίσθημα που διαγράφει την αστραπιαία τροχιά του και που λίγο μετά θα χαθεί. Είναι το κλικ της φωτογραφικής μηχανής που το διασώζει, που κάτι τέλος πάντων απ’ αυτό διασώζει. Γι’ αυτό και η φωτογραφική εικόνα έχει κάτι το οικείο κι ανοίκειο μαζί, γιατί καθηλώνει το εφήμερο ίχνος της συγκίνησής μας, τη μνήμη μιας βαθιάς κι απροσπέλαστης πλέον εμπειρίας. Η εμπειρία της στιγμής δεν είναι η στιγμή μιας εμπειρίας, αλλά η ολότητα της συγκίνησής της, όπως εντυπώνεται τώρα και σ’ αυτή την εικόνα, σ’ αυτό το πένθιμο ίχνος, που ’ναι το ίχνος του ίχνους. Αυτή είναι η δωρεά της φωτογραφικής εικόνας, όπως κάνει το χρόνο να διά-φαίνεται, κεραυνοβολημένος απ’ τις εικόνες του, απ’ τις αποκαλυψιακές του στιγμές, που ’ναι κι οι παραμυθιακές του στιγμές, οι μοναδικές στιγμές της απόσυρσής του. Τα άνθη της Καλλιγά, σ’ αυτή την καθηλωτική τους στιγμή, δείχνουν, μ’ έναν τρόπο θα ’λεγα απελπισμένο, αυτό το αδύνατο της επιστροφής, το αδύνατο του νοσταλγημένου χρόνου, τον αποχαιρετισμό του, τον αποχαιρετισμό μίας διαύγειας μοναδικής.

Η περίοδος της πανδημίας είναι μιας τέτοιας ποιότητας χρονικότητα. Εγκαταλείπεσαι σε μια ψευδεπίγραφη διάρκεια και μετεωρίζεσαι σε μια αφιλόδοξη αναμονή. Εγγράφεσαι, ασυνείδητα, στη φασματογραφία των ημερών κι αποκαλύπτεσαι στη γυμνότητά σου, σε μια γυμνότητα υπαρκτική. Σ’ ένα τέτοιο αποσπασμένο χρόνο εγείρονται κι οι εικόνες μας, στις εξάρσεις των αγωνιωδών μας στιγμών. Σ’ αυτή την εγκατάλειψη, σ’ αυτή την αδυναμία του νου, αποκαλύπτεται κι η θέση του πράγματος, το συμβάν της μετουσίωσής του, που ’ναι κι η στιγμή της εν-τύπωσης του, της βαθιάς του χάραξης. Η τομή αυτή, είναι κι η λύση της συνέχειάς μας, η τραυματική συνθήκη του Είναι μας. Οι εικόνες έτσι είναι η νυχτερινή μας εμπειρία, μια νύχτα που μας δοκιμάζει. Ο καλλιτέχνης όμως δεν είναι τυφλός, ούτε ο Όμηρος ήταν, είναι κεραυνοβολημένος απ’ τη φωτοχυσία των πραγμάτων, μια φωτοχυσία που διασαλεύει προς στιγμήν την όραση του για να αντιληφθεί το πράγμα ανιχνεύσιμο. Το πράγμα θεωρείται πάντα στην απώλειά του, στο αδύνατο βίωμα του, στο ανέλπιδο κλικ μιας μηχανής.

Τα σκοτεινά άνθη της Καλλιγά στο ημίφως του δωματίου της κάτι μαρτυρούν και κάτι μοναδικά αληθεύουν: αυτή την ποιητική ανάκληση του βλέμματος, το πέρας της εγκοσμιότητάς του, το αλλιώς είναι της θεώρησής του. Σ’ αυτή την αντεστραμμένη διέγερση είναι που το βλέμμα εντοπίζει όχι την εντοπιότητα των πραγμάτων, αλλά την απειρία τους. Κι η απειρία του κόσμου είναι η σκοτεινιασμένη του μορφή, όχι η αποδιδόμενη εικόνα του, αλλά η απόδοση της εικόνας του. Η αποκαλυπτική του βλέμματος είναι αυτή η τυφλότητά του, η αορατότητά του, η σκοτεινότητα της θεώρησής του, όταν τα πράγματα δεν θεωρούνται, αλλά αχνοφαίνονται, καθώς αναμένουν την εικόνα τους, την τελική, εξαρνημένη μορφή τους. Όπως και με τους κολυμβητές των σκοτεινών της νερών, έτσι και σ’ αυτές τις πρόσφατες φωτογραφίες της, η Λίζη Καλλιγά, επιδεινώνει το ποιητικό της βλέμμα, το διεγείρει στη σκοτεινότητα του Πραγματικού που την περιβάλλει, εγκαταλείπεται στο πεπρωμένο του, και παραδόξως διασώζεται όλη.

Αποστόλης Αρτινός

Μάρω Μιχαλακάκου

Η Μάρω Μιχαλακάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε ζωγραφική στην Ecole Nationale Supérieure d’Arts Plastiques de Cergy-Pontoise στη Γαλλία, και στην Hochschule für Bildende Kunst στη Γερμανία.

Η δουλειά της είναι αινιγματική και πολυδιάστατη με έντονες κοινωνικές και πολιτιστικές αναφορές. Χρησιμοποιώντας μια πληθώρα μέσων, όπως γλυπτική, ζωγραφική, σχέδια και πιο πρόσφατα περφόρμανς και φιλμ, δημιουργεί εγκαταστάσεις που αντιμετωπίζουν το χώρο όχι απλά σαν ένα περιβάλλον, αλλά ως φιλοσοφική ολότητα. Ένα από τα πρωταρχικά της υλικά είναι το βελούδο, με το οποίο συχνά αντικαθιστά το ζωγραφικό καμβά και του προσδίδει ανάγλυφα χαρακτηριστικά. Τα - συχνά μεγάλου μεγέθους -  έργα της εμπλέκουν οικογενειακές μνήμες και πολιτιστικές αναφορές για να θίξουν ζητήματα εξουσίας, κυριαρχικής επιβολής, δύναμης και τις άρρηκτες έννοιες της ζωής και του θανάτου. Το καλλιτεχνικό́ συμπάν της βρίσκεται στην άκρη των ονείρων, με μια φαινομενική́ ηρεμία σκόπιμα τοποθετημένη ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία.

Έχει συμμετάσχει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ευρώπη, τις Η.Π.Α. και την Τουρκία κι έχει συνεργαστεί́ με σημαντικούς θεατρικούς σκηνοθέτες και φορείς για τη δημιουργία σκηνικών εγκαταστάσεων (Εθνικό́ Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Στέγη Γράμματών και Τεχνών του ιδρύματος Ωνάση, Θέατρο Πορεία). Έργα της ανήκουν στην κρατική συλλογή FNAC της Γαλλίας, στη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Κωνσταντινούπολης (Istanbul Modern) και σε πολλές συλλογές ιδιωτών και άλλων Ιδρυμάτων.

Φωτεινή Πούλια

Στα ζωγραφικά έργα και σχέδια της, η Φωτεινή Πούλια συνδυάζει αναφορές στην ιστορία της τέχνης, αυτοβιογραφικά στοιχεία και υλικό που ανακτά από διάφορες πηγές για να δημιουργήσει ένα πολυσύνθετο προσωπικό εικαστικό λεξιλόγιο. Το έργο της χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια της τεχνικής ικανότητάς της και μια βαθιά διερεύνηση της ιστορίας της ζωγραφικής.

Στην τελευταία της ενότητα που ονομάζεται No land συμπεριλαμβάνονται έργα με λάδι σε ξύλο και έργα με μολύβι σε χαρτί. Προήλθαν από μια ανάγκη να καταγράψει βιώματα και συναισθήματα που συνδέονται με την αίσθηση της εγκατάλειψης ενός τόπου, της έλλειψης αυτού ή της ακαταλληλότητας του να φιλοξενήσει ζώντα όντα (-τον ακατοίκητο τόπο).

Ο κόσμος της NO LAND αποτελείται από σκηνοθετημένους τόπους, υπαρκτούς ή επινοημένους, και στερείται παρουσίας «γης», η οποία στα περισσότερα έργα υπονοείται από μια γραμμή ορίζοντα που τα κάνει να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αίσθηση του τοπίου και αυτή της νεκρής φύσης. Είναι τόποι συμβολικοί, αποδεσμευμένοι από την ανθρώπινη ύπαρξη και το στοιχείο του χρόνου. Ο χώρος μόνος, αυτάρκης, αόριστος, κενός, φέρει στοιχεία που αποσπώμενα από το φυσικό τους τόπο, χωρίς μια σαφή πηγή φωτός και με μια μονίμως μεταβαλλόμενη από τα ανοιχτά στα σκούρα, σχεδόν μονοχρωματική ψυχρή γκάμα, αναδεικνύει μια υπέρβαση της πραγματικότητας· το μυστικιστικό, το μη γήινο.

Στα μικρών διαστάσεων έργα με μολύβι, μοιάζει σχεδόν σαν η καλλιτέχνιδα, να διεισδύει με μια κρυφή πιο ρεαλιστική ματιά στα παραπάνω τοπία και να εγκλωβίζει λεπτομέρειες που δεν προβάλλονται σε αυτά. Το στοιχείο του χώρου, αισθητό εδώ, αναλαμβάνει να αναδείξει αποσπάσματα πραγματικών και συμβολικών τόπων.

Καθώς, από παλιά, ένα μεγάλο τμήμα της δουλειάς της εμπνέεται από εσωτερικούς διαλόγους και στοχασμούς, η θεώρηση του ανθρώπου ως κομμάτι του κύκλου της ζωής που κοιτά τις επιπτώσεις της ίδιας του της καταστροφικής δραστηριότητας και νοσεί εξακολουθεί να παραμένει ένας προβληματισμός που στα τωρινά της έργα ψιθυρίζεται μέσω πραγματικών και φασματικών εικόνων, στις μορφές των οποίων ενσταλάζονται προσωπικά συναισθήματα μετατρέποντας την Νο Land σε τόπους ψυχογραφικούς. 

ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ

Το ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ιδρύθηκε το 1942 και έχει θέσει ως στόχους του την ανάδειξη και καθιέρωση νέων ελλήνων συγγραφέων, τη δημιουργία «Σχολής» με δικό της «ύφος» για την κατάκτηση της θεατρικής τέχνης, τη γνωριμία και συνεπώς την επικοινωνία του ελληνικού κοινού με τους μεγάλους ξένους κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, την ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος και, από τότε μέχρι σήμερα, υπηρετεί και πραγματώνει αδιάλειπτα τους αρχικούς στόχους του. Έχουμε να κάνουμε όχι απλά με ένα γεγονός αλλά με ένα ιστορικό γεγονός.

ΧΟΡΗΓΟΙ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


           

 

Ευχαριστίες

Το Θέατρο Τέχνης ευχαριστεί θερμά τον Γιάννη Ανδρέου, μέλος της εταιρείας του Θεάτρου Τέχνης, για τη χορηγία του στην δημιουργία και λειτουργία της παρούσας ιστοσελίδας.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

logo

 

Ελληνική Εταιρεία Θεάτρου

: Πεσμαζόγλου 5, 10564 Αθήνα

: 2103222760

: info@theatro-technis.gr