ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΚΑΙ Η ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΙΣ

Καθώς περνάν τα χρόνια, κι οι εποχές μας ξεγελάνε κάθε φορά με τα άνθη και τα χιόνια της απιστίας τους, η παράξενη μορφή του Καρόλου Κουν, περιφρονώντας την τέφρα του καιρού, αποκτά ολοένα και περισσότερο την έκταση και τη σημασία ενός συμβόλου. Ο άνθρωπος αυτός, ο παντοτινά ξένος ανάμεσά μας, που με τη βαθειά του εκλεκτική συγγένεια κατόρθωσε να συλλάβει την εσωτερική αγωνία του σύγχρονου κόσμου, πριν αυτή γίνει καθολική συνείδηση, και που δεν δίστασε, σε ανύποπτους ακόμα καιρούς, να κλονίσει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις μας για την αξία του μέτρου και του ρυθμού – δικαιώνεται σήμερα σαν πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου.

Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. Χωρίς τον Κουν, το Ελληνικό θέατρο θα συνέχιζε φυσιολογικά την πορεία του προς την άνοδο και θα πραγματοποιούσε μερικές απ’ τις πιο λαμπρές ως τώρα επιτεύξεις του, αλλά δεν θα είχε ποτέ γνωρίσει τον ακατέργαστο θησαυρό μιας αντίληψης που ενσωματώνεται σιγά-σιγά στη θεατρική μας παράδοση και αποτελεί τη μόνη υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον.

Ωστόσο, ο κόσμος που ανάστησε μπροστά μας ο Κουν, αν και δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε οριστικό σχήμα, φαίνεται πως θα μείνει για πάντα μια εικόνα ζωής του δημιουργού του, μια καθαρά προσωπική του μυθολογία. Αναζητώντας τις ρίζες του σε ένα σκοτεινό κι ανεξερεύνητο δρυμό, με μόνα του τεχνικά εφόδια κάποιες υποδείξεις του Στανισλάβσκι και του Μάγερχολντ, ο Κουν πήρε στα χέρια του έργα και χαρακτήρες πασίγνωστους, και με το πολυδουλεμένο αυτό υλικό έπλασε μια αυθαίρετη κοινωνία ανθρώπων, που, με εξαρθρωμένες κινήσεις, με άναρθρες φράσεις και κωμικούς πολλές φορές μορφασμούς, κατόρθωνε να μας φέρνει πάντοτε σε βαθύτερη επικοινωνία με τους συγγραφείς και σε αμεσότερη επαφή με την ευαισθησία της εποχής μας.

Αλλά μια τέτοια κοινωνία ανθρώπων, παρ’ όλη τη γνησιότητα της πρωτόγονης λάμψης της, δεν ήταν εύκολο να πολιτογραφηθεί σαν νόμιμο καθεστώς στην επικράτεια του θεατρικού μας χώρου. Όσο κι αν η επιρροή της στα προκεχωρημένα φυλάκια της καλλιτεχνικής μας ζωής υπήρξε θετικά και αρνητικά αποφασιστική, όσο κι αν το παράδειγμά της αποτελεί αναντικατάστατη μαθητεία και δίδαγμα, φαίνεται πως η μοίρα της είναι να ζει παντοτινά στην παρανομία, να μη γνωρίσει ποτέ τις δάφνες της ακαδημαϊκής αμεριμνησίας. Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθειά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση, και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη.

Το σίγουρο ένστικτό του τον οδήγησε από την αρχή στον δυσκολότερο δρόμο της τέχνης και της ζωής, κι από απλό διακοσμητή των παθών και των συγκινήσεων, τον μεταμόρφωσε τελικά σε ένα ματωμένο κομμάτι του εαυτού του, σε μια ζωντανή μαρτυρία της καλλιτεχνικής αλήθειας του καιρού του και όλων των καιρών.

Έτσι, κάθε βράδυ, την ώρα που σβήνουν τα φώτα στην αίθουσα κι η φανταστική αυλαία του Κουν γίνεται ο καθρέφτης κάποιας άλλης ζωής – ένας παράξενος κόσμος αρχίζει να ξυπνάει και να αναδεύεται στη σκηνή. Μπορεί να αλλάζουν κάθε φορά τα εξωτερικά του γνωρίσματα, μπορεί τα έργα, οι αιώνες, οι εποχές, να χρωματίζουν με διαφορετική σημασία τα συναισθήματα και τις πράξεις του, αλλά η βασική του σύνθεση μένει πάντα η ίδια.

Πίσω από τους πιο ουδέτερους ρόλους, πίσω από τους πιο ασήμαντους ηθοποιούς, παραφυλάνε ανάλλαχτοι οι πρωταγωνιστές του παράδοξου αυτού κόσμου, περιμένοντας, με ένα νόημα του δημιουργού τους, να βγουν από τη σιωπηλή τους αφάνεια και να ξαναρχίσουν την περιπέτεια της ζωής, στυγνοί, αμετανόητοι και παράλογοι. Ο Μπόρκμαν με την πεισματική μεγαλομανία του, ο Όσβαλντ με την ανέκφραστη δυστυχία του, ο Βάνιας με την απέραντη μοναξιά του, η πονεμένη Άλμα κι η Έμιλυ Γουέμπ, η μικρούλα Έντβιγκ κι η Μπλανς Ντυμπουά, ο Έντυ Καρμπόνε κι ο Γκαρσέν, η Κυρία Άλβινγκ κι η τραγική Μάνα του Φεδερίκο – όλοι αυτοί, από χιλιάδες πατρίδες και με χιλιάδες ονόματα, μένουν εκεί κι αγωνίζονται, στα σύνορα της ζωής και του θανάτου, παντοτινοί παρηγορητές και παντοτινοί εφιάλτες για όλους μας. Τον απελπισμένο αυτόν αγώνα τους, την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος – κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του.

Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών.

Νίκος Γκάτσος, 1959